τσαλίμι

τσαλίμι
τό
1) приём (в борьбе); 2) фигура (в танцах); 3) жеманство, кривлянье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τσαλίμι" в других словарях:

  • τσαλίμι — το, Ν 1. επιδέξια κίνηση στον χορό ή στην πάλη, κόλπο 2. (γενικά) σκέρτσο, νάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. calim] …   Dictionary of Greek

  • τσαλίμι — το (λ. τουρκ.) 1. επιδέξια κίνηση σε χορό, σε πάλη κτλ. 2. μτφ., κούνημα, σκέρτσο, νάζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαλιμάκι — το, Ν [τσαλίμι] υποκορ. τού τσαλίμι …   Dictionary of Greek

  • διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… …   Dictionary of Greek

  • τσαλιμάκι — το μικρό τσαλίμι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»